- μονομάχους
- μονόμαχοςfighting in single combatmasc/fem acc plμονομάχοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή … Dictionary of Greek
VENATORIUS Ludus — memoratur l. 8. §. ult. ff. poen. qui et Bestiarius, apud Senecam, Ep. 70. Item Ludus simpliciter, quem poenae mediocris genus statuit Paulus IC. l. 5. Sent. tit. 7. Unde ad Ludum damnari, vel in Ludum, item Ludo aliudicari, l. 8. de poen. Cod.… … Hofmann J. Lexicon universale
μεσαφέτης — μεσαφέτης, ὁ (ΑM) (για άλογα ή για μονομάχους) αυτός που αφήνεται στο μέσο τού ιπποδρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + ἀφέτης (< ἀφίημι), ανεμ αφέτης, ταυρ αφέτης] … Dictionary of Greek
μονομαχικός — μονομαχικός, ή, όν (Α) [μονομάχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη μονομαχία 2. αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.) … Dictionary of Greek
μονομαχοτρόφος — ο (ΑΜ μονομαχοτρόφος, ον) (στην αρχαία Ρώμη) αυτός που συντηρούσε και γύμναζε μονομάχους για τα δημόσια θεάματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονομάχος + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek
συγκελλάριος — ὁ, Α (για μονομάχους) αυτός που ζει στην ίδια σκηνή με άλλον, σύντροφος, εταίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κέλλα «δωμάτιο μοναστηριού, κελλί μοναχού» + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] … Dictionary of Greek
Κόμμοδος, Μάρκος Αυρήλιος — (Marcus Aurelius Commodus, Λανούβιο 161 – Ρώμη 192 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (180 192). Γιος του Μάρκου Αυρήλιου, ήταν μόλις 16 ετών, όταν του ανατέθηκε ένα μέρος των υποθέσεων του κράτους, για να εξασφαλίσει, σύμφωνα με την επιθυμία του… … Dictionary of Greek
μαστίφ — (mastiff). Κοινή ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται διάφορες ράτσες σκύλων, μολοσσοειδούς τύπου. Το ύψος των αρσενικών φτάνει τα 65 75 εκ. στο ακρώμιο, ενώ στα θηλυκά τα 60 70 εκ. Το τρίχωμά τους είναι ίσιο, πυκνό, με γυαλιστερή εμφάνιση, σε… … Dictionary of Greek
Σπάρτακος — I (Spartakusbund). Πολιτικό, επαναστατικό κίνημα στη Γερμανία το 1915 κατευθυνόμενο από τον Καρλ Λίμπκνεχτ, που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Σπάρτακος» και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, αντίθετο με τη στάση της Σοσιαλδημοκρατίας που ήθελε να λάβα μέρος… … Dictionary of Greek